-
1 αφιερώση
ἀφιερώσηι, ἀφιέρωσιςhallowing: fem dat sg (epic)ἀφιερόωhallow: aor subj mid 2nd sgἀφιερόωhallow: aor subj act 3rd sgἀφιερόωhallow: fut ind mid 2nd sgἀ̱φιερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱φιερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀφιερόωhallow: aor subj mid 2nd sgἀφιερόωhallow: aor subj act 3rd sgἀφιερόωhallow: fut ind mid 2nd sgἀφῑερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mp 2nd sgἀφῑερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mid 2nd sg -
2 ἀφιερώσῃ
ἀφιερώσηι, ἀφιέρωσιςhallowing: fem dat sg (epic)ἀφιερόωhallow: aor subj mid 2nd sgἀφιερόωhallow: aor subj act 3rd sgἀφιερόωhallow: fut ind mid 2nd sgἀ̱φιερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱φιερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀφιερόωhallow: aor subj mid 2nd sgἀφιερόωhallow: aor subj act 3rd sgἀφιερόωhallow: fut ind mid 2nd sgἀφῑερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mp 2nd sgἀφῑερώσῃ, ἀφιερόωhallow: futperf ind mid 2nd sg -
3 αφιέρωση
[-ις (-εως)] η1) посвящение (на книге и т. п.);κάνω αφιέρωση τού βιβλίου μου σε... — посвящать свою книгу кому-л.;
2) перен. посвящение себя (чему-л.) -
4 αφιέρωση
[афиэроси] ουσ. Θ. посвящение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφιέρωση
-
5 αφιέρωση
[афиэроси] ουσ θ посвящение. -
6 αφιέρωση
dédicace -
7 αφιέρωση
1) dedykacja (f) rzecz.2) poświęcenie (n) rzecz. -
8 αφιέρωση
1) dedikace2) věnování -
9 αφιέρωση
1) dedication2) devotionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αφιέρωση
-
10 ubudiyet
αφιέρωση, δουλεία, σκλαβιά -
11 vakfetme
αφιέρωση -
12 dédicace
αφιέρωση -
13 dedikace
αφιέρωση -
14 dedykacja
αφιέρωση -
15 посвящение
-
16 посвящение
-я ουδ.1. μύηση.2. χειροτόνηση.3. αφιέρωση•посвящение в стихах έμμετρη αφιέρωση.
-
17 запись
запис||ьж1. ἡ ἐγγραφή, τό γράψιμο, ἡ συγγραφή:\запись на прием к кому́-л. ἡ ἐγγραφή στόν κατάλογο γιά νά μέ δεχθεί κάποιος· \запись на пленку ἡ ἐγγραφή σέ ταινία· граммофонная \запись ἡ ἐγγραφή σέ δίσκο γραμμοφώνου·2. (заметка) ἡ ση-μείωση [-ις]· ◊ дарственная \запись ист. ἡ ἀφιέρωση [-ις]. -
18 посвящение
посвящениес1. (действие) ἡ μύησις, ἡ μυσταγωγία (в тайну)/ ἡ χειροτονία (в сан)·2. (в книге) ή. ἀφιέρωση [-ις], τό ἀφιέρωμα. -
19 dedication
1) (the quality of being dedicated; the act of dedicating: dedication to duty; the dedication of the church.) αφοσίωση2) (the words dedicating a book to someone: We can put the dedication at the top of the page.) αφιέρωση -
20 вклад
-а α.1. κατάθεση, καταβολή•вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.
2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αφιέρωση — η τιμητική δωρεά· ειδικότερα προσφορά βιβλίου από το συγγραφέα με σχετική αναγραφή στο πρώτο φύλλο: Μου χάρισε το τελευταίο έργο του και μάλιστα με αφιέρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφιέρωση — η (AM ἀφιέρωσις) [αφιερώ] προσφορά αφιερώματος νεοελλ. 1. τιμητική προσφορά βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα σε πρόσωπο που τιμά καθώς και η αναγραφή της στην πρώτη σελίδα του αρχ. (καθ)αγιασμός, καθοσίωση … Dictionary of Greek
ἀφιερώσῃ — ἀφιερώσηι , ἀφιέρωσις hallowing fem dat sg (epic) ἀφιερόω hallow aor subj mid 2nd sg ἀφιερόω hallow aor subj act 3rd sg ἀφιερόω hallow fut ind mid 2nd sg ἀ̱φιερώσῃ , ἀφιερόω hallow futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱φιερώσῃ , ἀφιερόω hallow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ντεντικατόρια — η (διαλ.) η αφιέρωση, η προσφώνηση με την οποία αρχίζει ένα θεατρικό, συνήθως έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dedicatoria «αφιέρωση έργου, βιβλίου» < λατ. dedicatio «αφιέρωση»] … Dictionary of Greek
επιφημισμός — ἐπιφημισμός, ὁ (Α) [επιφημίζω] αφιέρωση, ιδίως με επίκληση τού ονόματος τού θεού στον οποίο γίνεται η αφιέρωση … Dictionary of Greek
Michalis Travlos — (Greek: Μιχάλης Τραυλός) was born in 1950 in Piraeus, Greece. He started his musical studies at Athens National Conservatory in 1970 with Professor Michalis Vourtsis. In 1975, he was accepted to the Hochschule das Künste Berlin, where he studied… … Wikipedia
Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис … Википедия
Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
ανάθεση — η (Α ἀνάθεσις) [ἀνατίθημι] νεοελλ. το να αφήνει κανείς σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφόρτιση, εντολή για εκτέλεση μιας πράξης αρχ. προσφορά αναθήματος, αφιέρωση αναθήματος σε ναό … Dictionary of Greek